- ἀπόπατος
- ἀπόπᾰτ-ος, ὁ (ἡ only in Greg.Cor. p.521 S.)A ordure, Hp.Prorrh.2.4, Plu.2.727e, Luc.Trag.168.2 = ἄφοδος, privy, Ar.Ach.81, Poll.10.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπόπατος — ordure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόπατος — ο (Α ἀπόπατος) αφοδευτήριο, αποχωρητήριο αρχ. αποπάτημα, ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπατώ ( έω), με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
απόπατος — ο το αποχωρητήριο, η τουαλέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποπάτοις — ἀπόπατος ordure masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπάτου — ἀπόπατος ordure masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπάτους — ἀπόπατος ordure masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπάτων — ἀπόπατος ordure masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπάτῳ — ἀπόπατος ordure masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπατοι — ἀπόπατος ordure masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπατον — ἀπόπατος ordure masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφραπόπατος — ο, Ν απόπατος στον οποίο γίνεται χρήση τέφρας για εξουδετέρωση τής δυσοσμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + απόπατος] … Dictionary of Greek